μουχτερό

μουχτερό
το (Μ μουχτερόν και μουχθερόν και μουκτερόν)
1. ζώο που υφίσταται μεγάλους μόχθους και κόπους, που σηκώνει μεγάλα βάρη, και ιδίως ο όνος, το γαϊδούρι
2. (και σήμερα σε ορισμένα μέρη) χοίρος, γουρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουχτερόν < μοχθηρόν, ουδ. τού επιθ. μοχθηρός με κώφωση τού -ο- σε -ου-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μουχθερόν — μουχθερόν, τὸ (Μ) βλ. μουχτερό …   Dictionary of Greek

  • μουχτερόν — μουχτερόν, τὸ (Μ) βλ. μουχτερό …   Dictionary of Greek

  • μοχθηρός — ή, ό (ΑΜ μοχθηρός, ά, θηλ. και ός όν, Α και μόχθηρος, ον) κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος νεοελλ. αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός μσν. 1. αυτός που προκαλεί φόβο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”