- μουχτερό
- το (Μ μουχτερόν και μουχθερόν και μουκτερόν)1. ζώο που υφίσταται μεγάλους μόχθους και κόπους, που σηκώνει μεγάλα βάρη, και ιδίως ο όνος, το γαϊδούρι2. (και σήμερα σε ορισμένα μέρη) χοίρος, γουρούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μουχτερόν < μοχθηρόν, ουδ. τού επιθ. μοχθηρός με κώφωση τού -ο- σε -ου-].
Dictionary of Greek. 2013.